Η καρδιά μου χτυπούσε ασταμάτητα. Δεν ήξερα ακριβώς για
ποιον λόγο έπρεπε να γίνει αυτό. Θυμάμαι ακόμα, από το διπλανό δωμάτιο, τα
λόγια του πατέρα μου, πριν τον πάρουν. «Ότι και να γίνει μην χάσεις την αδερφή
σου. Προστάτεψε την! Προσπάθησε να σωθείτε για χάρη της μητέρας σας, που πέθανε
για να σας προστατέψει».
Ο αδερφός μου, ήταν κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος αλλά ένα
ατύχημα, όταν ήταν οχτώ, του στοίχισε το ένα του πόδι. Ίσως από την μια να ήταν
και το τυχερό του. Οι στρατιώτες τον θεώρησαν βάρος και δεν τον πήραν μαζί
τους. Ήταν ο δικός μου φύλακας άγγελος από τότε που μείναμε οι δύο μας.
Ήταν ξημερώματα της 1ης
Σεπτεμβρίου του 1939, όταν ακούστηκε από το ραδιόφωνο, πως ο
Χίτλερ εξαπέλυσε επίθεση εναντίων της Πολωνίας.
«Οι δυνάμεις του Άξονα είχαν ήδη καταλάβει την Βαρσοβία και
συνέχιζουν και για την υπόλοιπη Πολωνία, χωρίς φραγμούς», ακούστηκε η φωνή από
το ραδιόφωνο. Η φωνή του με χαλάρωνε. Με ταξίδευε μακριά από την νεκρική σιγή
που συνήθως επικρατούσε στο υπόγειο.
Το σήμα χάθηκε και μια αγωνιώδης σιωπή απλώθηκε στο κρύο
υπόγειο, που κρυβόμασταν.
Ένας τρομερός, επαναλαμβανόμενος ήχος ακούστηκε λίγα μίλια
μακριά. Η γη έτρεμε. Δεν μπορούσα να σταθώ με ασφάλεια πάνω στο έδαφος που
σειόταν.
Κοίταξα τον αδερφό μου. Φαίνονταν πιο ταλαιπωρημένος από
ποτέ. Τα λιγδιασμένα του μαλλιά πέφτανε στο αδύνατο πρόσωπο του, κάνοντας τον
να μοιάζει σαν τα τέρατα που ακούγαμε ότι διεύθυναν τον στρατό του Χίτλερ.
Μου ψιθύρισε, πως όλα σύντομα θα τελείωναν. Τον αγκάλιασα
σφιχτά και αποκοιμήθηκα στην ασφάλεια των χεριών του.
Μια ανατριχίλα τύλιξε το σβέρκο μου καθώς μια βόμβα έπεσε
εκεί κοντά. Μια αναταραχή άρχισε να επικρατεί στο υπόγειο. Τα μωρά έκλαιγαν και
οι μητέρες αγκάλιαζαν σφιχτά τα παιδιά τους, για τελευταία ίσως φορά.
Κοίταξα τον αδερφό μου. Περίμενα να με καθησυχάσει, όπως
συνήθιζε να κάνει τους τελευταίους μήνες. Το πρόσωπο του όμως έδειχνε φοβισμένο.
Πρώτη φορά τον είδα τρομαγμένο.
Οι χτύποι της καρδιάς μου αυξήθηκαν. Μια παράξενη ταχυπαλμία
και μια ξαφνική δύσπνοια, με είχε καταβάλει.
Η πόρτα άνοιξε με πάταγο. Ακούστηκε φασαρία στον επάνω
όροφο. Κραυγές, ουρλιαχτά, σπρωξίματα.
Πριν προλάβω να του σφίξω το χέρι, δυο τραχιά χέρια με
σήκωσαν και με πέταξαν στο πάτωμα, πριν με σύρουν από τα μαλλιά προς την έξοδο
του σπιτιού.
‘‘Ο αδερφός μου! Που είναι ο αδερφός μου;’’ Ήταν το μόνο πράγμα που σκέφτηκα. Μες την
αναστάτωση προσπαθούσα να τον βρω. Τον ήθελα δίπλα μου.
Όταν συνήθισα στο φως του ηλίου άρχισα να ψάχνω με τα μάτια
μου, τον αδερφό μου. Κατάλαβα ότι με ‘σερναν σε ένα αμάξι κάπου στα αριστερά.
Φοβήθηκα. Μας χώριζαν αριστερά τους άντρες και δεξιά τις γυναίκες.
Μια κραυγή ακούστηκε από κάπου δεξιά. Ο στρατιώτης μπροστά
μου μετακινήθηκε και είδα τον αδερφό μου να σωριάζεται στο χώμα.
Η κραυγή μου ακούστηκε πιο πάνω και από την βροντερή φωνή,
εκείνου του βρομερού ξανθού που
στέκονταν πάνω σε ένα αμάξι και έδινε τις εντολές. Τα δάκρυα μου ξεχύθηκαν στο
λερωμένο μου πρόσωπο.
Για ένα δευτερόλεπτο ένιωσα αυτό το σφίξιμο στην καρδιά, που
νιώθεις πριν πάρεις μια απόφαση. Δεν με ένοιαζε τίποτα. Πάτησα γερά στα πόδια
μου και με ένα σάλτο ελευθερώθηκα από τον δεσμώτη μου.
Ένα χέρι με τράβηξε από τα μαλλιά καθώς έτρεχα προς τον
αδερφό μου και με τίναξε πίσω. Άρχισα να ουρλιάζω και να κοπανιέμαι στον αέρα.
Προσπάθησε να με χτυπήσει, αλλά δεν τα κατάφερε.
Ο αέρας άρχισε να λιγοστεύει. Με έπνιγε με τα ίδια του τα
χέρια. Δεν τον ένοιαζε, απλά εκτελούσε εντολές και εγώ… πέθαινα!
Κάποιος, κάτι φώναξε και αφαιρέθηκε. Δεν δίστασα. Έμπηξα τα
δόντια μου στο χέρι του. Τον δάγκωσα τόσο δυνατά που ένιωσα την πέτσα του να
ξεκολλάει ανάμεσα στα δόντια μου και το πικρό του αίμα να ξεχύνεται μέσα στο
στόμα μου.
Η κραυγή του ακούστηκε σαν την δικιά μου. Βλαστήμησε.
Κοίταξα πίσω, αλλά δεν με κυνηγούσε κανείς. Κοντοστάθηκα παραξενεμένη. Όλα
έγιναν τόσο γρήγορα. Είδα το δεξί του χέρι να σηκώνεται αστραπιαία και να με
χτυπάει με δύναμη στο πρόσωπο.
Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι ήταν η κόκκινη σβάστιγκα στο
μπράτσο του, πριν με καταπιεί το σκοτάδι.
Ήμουν λιπόθυμη ώρες, μέρες, μήνες; Δεν ξέρω. Όταν άνοιξα τα
μάτια μου ο αδελφός μου στέκονταν δίπλα μου.
«Πέθανα;», τον ρώτησα ανήσυχη.
«Όχι.», μου απάντησε προσπαθώντας να χαμογελάσει. Του
έλειπαν τα δύο μπροστινά δόντια. Αφού με αγκάλιασε τον παρατήρησα καλύτερα.
Παντού επάνω του είχε ξηραμένο αίμα και φαίνονταν πιο χάλια από πότε. Φορούσε
μια περίεργη ασπρόμαυρη στολή. Το ίδιο και εγώ. Τον ρώτησα τι συμβαίνει. Μου
εξήγησε όσα ήξερε ή καλύτερα όσα ακούγονταν μέσα στο στρατόπεδο.
Ο Χίτλερ είχε κατακτήσει πλέον την μισή Ευρώπη, μαζί με έναν
άλλο δικτάτορα, Μουσολίνι, νομίζω τον είπε. Ακόμα φημολογείται πως τα θύματα
είχαν ξεπεράσει τα είκοσι εκατομμύρια και πως σε λίγο ολόκληρος ο κόσμος θα
υποτάσσονταν στην αδυσώπητη επιθυμία τους για εξουσία.
Εμάς μας συγκέντρωνε σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως σαν να
ήμασταν μολυσμένοι. Μάλιστα επιδίωκε τον θάνατο μας με τους πιο αισχρούς
τρόπους.
Μέτα την άφιξη μας στο στρατόπεδο ένιωσα πως όλα είχαν
τελειώσει. Τέσσερεις μήνες μετά, ένα μουντό απόγευμα ο αδελφός μου χάθηκε. Τους
είχαν συγκεντρώσει για να τους πάνε στο ντουζ που υπήρχε στην άκρη του
στρατοπέδου. Ο αδερφός μου όμως δεν ξαναγύρισε, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. ‘‘Θα
είχε καταφέρει να δραπετεύσει’’, σκέφτηκα. Χαιρόμουν για αυτόν, ειλικρινά.
Κοιτούσα την φωτογραφία του που είχα κρεμασμένη στο στέρνο μου και σκεφτόμουν
τι ωραία θα ήταν η ζωή για αυτόν έξω από εδώ. Ενώ εγώ θα πέθαινα εκεί μέσα.
Μόνη.
Καθώς περνούσαν οι μέρες εγώ βούλιαζα ακόμη περισσότερο στην
απελπισία μου. Ήμουν νεκρή. Γιατί ένας άνθρωπος απελπισμένος είναι ένας
άνθρωπος νεκρός.
Δεν μπορούσα να υποφέρω το ανυπόφορο, αυτήν την ανείπωτη
φρίκη που ένιωσα από την πρώτη κιόλας στιγμή που έμαθα ότι ο αδελφός μου είχε
πεθάνει.
Ο πόνος με είχε κατακλύσει, οι τοίχοι με έπνιγαν. Μέρα με
την μέρα τρελαινόμουν. Συνομιλούσα με φαντάσματα του παρελθόντος, τριγυρνούσα
και υπέμενα τα βασανιστήρια. Αναρωτιόμουν για εκατοστή ή μπορεί και χιλιοστή φορά
σε τι έφταιγα εγώ για να τιμωρούμαι έτσι. Γιατί δεν με σκότωναν και εμένα σαν
τον αδελφό μου, σαν την μητέρα μου, σαν τους εκατοντάδες Εβραίους που θανάτωναν
καθημερινά.
Εμένα με ήθελαν ζωντανή. Αμέτρητοι στρατιώτες ασελγούσαν εις
βάρος του αδύναμου κορμιού μου. Ικανοποιούσα καθημερινά ντουζίνες στρατιώτες.
Εύκολα έπαιρναν αυτό που ήθελαν. Δεν είχα την δύναμη να αντισταθώ, ήμουν ένα
κουρέλι. Τα είχα χάσει όλα, οπότε δεν με ένοιαζε τίποτε. Ζούσα χωρίς ουσιαστικά
να ζω.
Παρακαλούσα σιωπηλά τον Θεό να με πάρει κοντά του. Να με
αφήσει για μια στιγμή μονάχα να ηρεμήσω. Να πεθάνω. Αυτή η σκέψη τριγυρνούσε
στο μυαλό μου μήνες τώρα.
Όταν ξαφνικά ήρθε εκείνος.
Τον λέγανε Ραμόν και ήταν αξιωματικός του Γερμανικού
στρατού. Από την πρώτη στιγμή που τον είδα, από την πρώτη στιγμή που μιλήσαμε
κατάλαβα ότι ήταν διαφορετικός. Ήταν ψηλός, ξανθός και γεροδεμένος. Όλοι τον
σέβονταν στο στρατόπεδο, τον φοβόταν. ότι έλεγε ο αξιωματικός Στέλζνερ ήταν διαταγή.
Το όνομα του προκαλούσε φόβο σε όλους μέσα στο στρατόπεδο τόσο στους ομοίους
μου, όσο και στους στρατιώτες του. Εγώ όμως είχα σχηματίσει διαφορετική άποψη
για αυτόν.
Ερχόταν κάθε μέρα και μου μιλούσε. Ήταν τόσο διαφορετικός,
τόσο ανθρώπινος. Ήταν ένα στήριγμα για εμένα μέσα σε εκείνο το χάος.
Το αίσθημα απελπισίας που με είχε πλημμυρίσει μεταμορφώθηκε
σε αίσθημα ελπίδας χάρη στα λόγια του Ραμόν. «Δεν θα σ’ αφήσω να πεθάνεις εδώ
μέσα». Μου το υποσχέθηκε.
Ερχόταν κάθε μέρα. Όταν μπορούσε μου έφερνε κρυφά λίγο
επιπλέον φαγητό και μου κρατούσε συντροφιά. Έδωσε εντολή να μην με πειράξουν,
ακούστηκε ότι ήθελε να με έχει μόνο αυτός. Αλλά όχι, μόνο μου μιλούσε. Μου
μιλούσε για τις όμορφες μέρες που με περίμεναν έξω από εδώ.
Με έκανε να τον
πιστέψω. Να τον ερωτευτώ…
Σαν μικρή προσευχή το όνομα του στα χείλη μου έφερνα κάθε
φορά που οι μέρες περνούσαν και εγώ κρατιόμουν στην ζωή.
Πέρασαν οι μέρες χωρίς να δώσει κάποιο σημάδι ζωής. Δεν
εμφανιζόταν και κατάλαβα ότι κάπου εκεί θα έφτανε το τέλος μου. Η απελπισία με
είχε παραλύσει, διότι ο Ραμόν είχε απλά εξαφανιστεί χωρίς ένα σημάδι, μια
κουβέντα. Στην αρχή φοβήθηκα ότι έπαθε κάτι, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι απλά
έπαιζε μαζί μου. Παρά ήταν ωραίο για να ήταν πραγματικό. Στο μεταξύ όλο και περισσότεροι Εβραίοι
θανατώνονταν καθημερινά. και εγώ είχα
συμβιβαστεί πλέον με την ιδέα ότι θα πέθαινα.
Μια βροχερή νύχτα του ’44, άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε ο
Ραμόν. Ήταν διαφορετικός , άυπνος και άλουστος. Ίσως και φοβισμένος. Έβγαλε το
δερμάτινο του και μου το έδωσε.
Βγήκαμε από το κατάλυμα και αρχίσαμε να τρέχουμε κρυμμένοι
στις σκιές, τσαλαβουτώντας στις λακκούβες του στρατοπέδου. Δεν τον ρώτησα που
πάμε, απλά τον εμπιστεύτηκα.
Περάσαμε γρήγορα τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου,
περνώντας από κάτι νεκρούς φύλακες, που κείτονταν στην κύρια πύλη.
Βγήκαμε στον δρόμο και αρχίσαμε να τρέχουμε προς τα ανατολικά. περάσαμε από ένα δάσος. ένα κλαδί με χτύπησε
στο πρόσωπο. δεν
σταματήσαμε. έπρεπε να ξεφύγουμε. ήθελε να ξεφύγουμε. ένα σπίτι ξεπρόβαλε ανάμεσα στα δέντρα. το σπίτι του.
Όταν μπήκαμε στο σπίτι του με έβαλε να κάνω ένα μπάνιο και
μου εξήγησε το σχέδιο του. Αύριο θα φεύγαμε οι δυο μας, όσο πιο μακριά γινόταν.
Για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια ένιωσα ζωντανή,
ευτυχισμένη. Για πρώτη φορά ένιωσα το κορμί μου να ενώνεται τόσο αρμονικά με
κάποιου άλλου, με το δικό του. Παράξενο πώς τα κορμιά μας ήταν φτιαγμένα το ένα για το άλλο. Ξαπλώσαμε
και άρχισε να κινείται ρυθμικά μέσα μου σ’ έναν ασταμάτητο οργασμό που δεν
μπορούσε να τον συγκρατήσει, οι απότομοι σπασμοί του ξύπνησαν μέσα
μου κάποια καινούργια, παράξενα συναισθήματα. Σαν φωτιά κυνηγημένη απ’ τον
αέρα, απαλή σαν τα φτερά του κύκνου , λαμπερή σαν πυροτεχνήματα, έπλασαν υπέροχες συγκινήσεις που έκαναν τα σωθικά μου
να θέλουν να λιώσουν. Σαν καμπάνες που
χτυπούσαν δυνατά, χαρμόσυνα. Κι ούτε που κατάλαβα τις άγριες κοφτές ανάσες που
έβγαιναν από το στόμα μου. Ανάσες ευχαρίστησης.
Η εξώπορτα έσπασε με τόση δύναμη που ακούστηκε ως επάνω.
Ο Ραμόν με κοίταξε για τελευταία φορά. «Κρύψου» με παρακάλεσε «και ότι και να γίνει
πάρε το τρένο και φύγε». Με φίλησε τόσο ωραία, που δεν ήθελα να σταματήσει.
Ήταν τόσο σκληρό το φιλί του αποχαιρετισμού! Κρύφτηκα, όπως μου είπε.
Τρείς στρατιώτες τον σύρανε κάτω. Ψάξανε αλλά δεν με
βρήκανε. Δεν τους ενδιέφερα τόσο, όσο ο προδότης. Ήθελα να με βρουν. Ήθελα να
πεθάνω μαζί του. Δεν θα άντεχα άλλο χαμό.
Ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα και ο Ραμόν ούρλιαξε ξανά και
ξανά… Με κάθε ουρλιαχτό η καρδιά μου σταματούσε. Χωρίς να μπορέσω να συγκρατηθώ
άρχισα να κλαίω με σπασμούς. Τα βασανιστήρια κράτησαν ώρες. Όταν χάραξε τους
άκουσα να φεύγουν.
Μάζεψα γρήγορα τα πράγματα που μου αγόρασε ο Ραμόν και
κατέβηκα κάτω. Το πάτωμα ήταν γεμάτο αίματα. Για πολλοστή φορά εκείνη τη μέρα
δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυα που χύθηκαν από τα μάτια μου καθώς έφευγα
για τον σταθμό. Δεν ήθελα να φύγω. Ήθελα
να πεθάνω μαζί του. Αλλά του το υποσχέθηκα. όπως μου υποσχέθηκε και αυτός ότι θα με έσωζε.
Δεν ξαναείδα, ούτε άκουσα κάτι για τον Ραμόν. Αγνοούσα τι
έγινε εκείνη τη νύχτα. Που τον πήγαν και τι του έκαναν.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι αγαπούσα τον Ραμόν και θα τον
αγαπώ για πάντα.
Δεν τον ξέχασα ποτέ.
Ακόμα και τώρα κοιτάζω τα μάτια του γιού μας.
Είναι γαλάζια σαν του πατέρα του. Ραμόν!