Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

για πάντα

Από μικροί μαθαίναμε πως η αγάπη κρατάει για πάντα
και όχι μόνο η αγάπη 
όλα μας τα παραμύθια τελείωναν με το κλασικό "και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα"
και έτσι υιοθετήσαμε αυτό το "για πάντα". 
Έλα όμως που όλοι οι άνθρωποι της ζωής μας είναι περαστικοί,
και πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα. 

Και μεγαλώνοντας το πάντα άλλαξε σημασία. 
άρχισε να αποκτά μια αρνητική νότα.

πάντα ο ένας θα αγαπάει περισσότερο
πάντα ο ένας θα προσπαθεί να φτιάξει αυτό που χάλασε 
πάντα ο ένας θα μετριάζει τον εγωισμό του 
πάντα ο ένας θα είναι το θύμα 
πάντα, πάντα,πάντα...

αλλά εγώ συχαίνομαι το πάντα 
ανέκαθεν με ένοιαζε το τώρα
και ξέρω ότι σ' αγαπάω τώρα και δεν με νοιάζει το αύριο 
και δεν με νοιάζει και το πάντα,
ούτε αν κρατήσει για πάντα, 
ούτε αν θα είμαι εγώ αυτός που πάντα θα υποχωρεί, 
εξάλλου ο χρόνος καταστρέφει τα πάντα( τα πάντα ρει και ουδέν μένει)

για αυτό ξύπνα
άφησε το πάντα, μια για πάντα
ζήσε την στιγμή και το τώρα
όχι το αύριο, το σήμερα
και μην σκέφτεσαι υπερβολικά για τα πάντα
αφέσου, είναι πιο ωραίο να νιώθεις παρά να σκέφτεσαι 
και άσε το πάντα για τα παραμύθια 
στην ζωή δεν υπάρχει πάντα, δεν υπάρχει και τίποτα σταθερό για πάντα,όλα αλλάζουν,
από την αρχή ήδη της καταγεγραμμένης ιστορίας όλα έχουν αλλάξει. 
Ο χρόνος τα αλλάζει όλα, όλα εκτός από κάτι μέσα μας που μένει έκπληκτο από την αλλαγή
και αυτό είναι η καρδιά μας
για αυτό σταμάτα να σκέφτεσαι και ξεκίνα να νιώθεις
είναι πιο όμορφα αυτά που βλέπει η καρδιά, από αυτά που βλέπουν τα μάτια


έτσι αν  αλλάξεις τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα, τα πράγματα που βλέπεις θα αλλάξουν.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Η τέχνη του ρομαντισμού


από την μια στιγμή είναι τα πάντα για σένα.

η καλημέρα σου, το χαμόγελο σου κατά την διάρκεια της μέρας, τα δάκρυα σου όταν είναι μακρυά, ο πόνος σου όταν πονάει, η χαρά σου όταν χαίρεται, η καληνύχτα σου όταν σου λείπει.
είναι ο έρωτας σου...

και που πάει ο έρωτας μετά;
φεύγει;
και ο άνθρωπος που ήσουν ερωτευμένος μαζί του; τι γίνεται;
πώς γίνεται να φεύγει ο έρωτας;

δεν το κατάλαβα πότε! από την μία μέρα στην άλλη;
αρνούμαι να αφήσω να μου "περάσει" ο έρωτας
αρνούμαι να συμβιβαστώ με τον έρωτα της μιας εβδομάδας και με την απογοήτευση της επομένης

εγώ τον έρωτα τον θέλω ολόκληρο,
όχι μισό, ούτε εννιά και τρία τέταρτα,
έρωτας είναι,
δεν είναι ούτε φέτα, ούτε "πλατφόρμα"

ο έρωτας είναι συναίσθημα
και όχι πράξη
δεν είναι το σεξ ο έρωτας
άλλα οι άνθρωποι δεν μπορούν να τα ξεχωρίσουν
ονομάζουν το σεξ έρωτα και νιώθουν ολοκληρωμένοι

αλλά στον έρωτα, δεν είναι το παν το σεξ
το παν είναι δύο άνθρωποι ερωτευμένοι -και το επίθετο του Πίτερ-
που ζουν στο δικό τους ρομάντζο

και οι ΄ανθρωποι θα έπρεπε να αγαπούν το ρομάντζο. 
θα έπρεπε να θέλουν να γοητεύσουν αλλά και να γοητευθούν
αλλά δεν μπορούν και δεν θέλουν
προτιμούν να κάνουν σεξ για να λέγονται άντρες
παρά να νιώσουν.

και οι γυναίκες δεν πάνε πίσω
είναι λες και παίζουμε σε ένα περίεργο παιχνίδι
"αν νιώσεις έχασες"

έτσι χάθηκε το συναίσθημα,
μειώθηκαν οι σχέσεις
και ο πόθος έμεινε κρυμμένος
πνιγμένος από ανείπωτες λέξεις

και εμείς μάθαμε να τα κρατάμε όλα μέσα μας,
τα κρύβουμε τόσο πολύ,
που τελικά μας βγαίνουν από τα μάτια 

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Αν αυτό δεν είναι ωραίο, τότε τι είναι;



Ξέρετε πιο είναι το λάθος σας;

Ψάχνεται τον έρωτα σε πολλούς ανθρώπους. Μιλάτε, βγαίνετε, φλερτάρετε, με τρία, τέσσερα, πέντε άτομα ταυτόχρονα. Μα φίλε δεν είναι αυτό έρωτας. Έρωτας είναι ένα πρόσωπο, μέσα σε χιλιάδες στιγμές. Ένα πρόσωπο που όταν το σκέφτεσαι θα σου κόβετε η ανάσα. Ένα άτομο που όταν δεν μιλάτε, θα σου λείπει, δεν θα βρίσκεις καταφύγιο σε άλλες αγκαλιές και σε άλλα παράθυρα συνομιλιών.

αν ήταν να είναι έτσι ο έρωτας να μου το λεγατε.

εγώ ήθελα να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε μαζί, αγκαλιά στο κρεβάτι.
και να σου φέρνω πρωινό ή ας μου φέρνεις και εσύ. να πηγαίνεις για μάθημα και το ίδιο να κάνω και εγώ. να σε παίρνω τηλέφωνο μόλις τελειώνω και να σε ρωτάω τι θα φας για μεσημεριανό και να χαίρομαι που προσέχεις τον εαυτό σου, και θα σε προσέχω και εγώ. 
(όχι αυτήν την στιγμή όμως, γιατί είμαι για καφέ με τους φίλους μου) και χαίρεσαι που βγαίνω με τους φίλους μου και ξέρεις ότι αυτούς τους διάλεξα πριν από εσένα και χαίρεσαι που δεν είμαι προσκολλημένος μόνο πάνω σου. δεν σε πνίγω, σε αφήνω να ανασαίνεις. γιατί είχες ζωή και πριν από εμένα, εγώ απλά θέλω να στην κάνω λίγο πιο όμορφη. και ελπίζω να κάνεις και εσύ το ίδιο.

και περνάει η ώρα και έρχεσαι για καφέ μετά το διάβασμα.
-το βράδυ θα πάμε κινηματογράφο?

και ξέρω ότι η σχέση μας δεν είναι πληκτική
και σ' αγαπάω για αυτό...
..αγαπάω μόνο εσένα όμως

και ξέρω ότι με κάνεις ευτυχισμένο
και ελπίζω να σε κάνω και εγώ

και για έμενα αυτό είναι έρωτας
και εύχομαι και για όλους εσάς έτσι να είναι ο έρωτας

ερωτευτείτε , χανόμαστε

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Ραμόν

Η καρδιά μου χτυπούσε ασταμάτητα. Δεν ήξερα ακριβώς για ποιον λόγο έπρεπε να γίνει αυτό. Θυμάμαι ακόμα, από το διπλανό δωμάτιο, τα λόγια του πατέρα μου, πριν τον πάρουν. «Ότι και να γίνει μην χάσεις την αδερφή σου. Προστάτεψε την! Προσπάθησε να σωθείτε για χάρη της μητέρας σας, που πέθανε για να σας προστατέψει».
Ο αδερφός μου, ήταν κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος αλλά ένα ατύχημα, όταν ήταν οχτώ, του στοίχισε το ένα του πόδι. Ίσως από την μια να ήταν και το τυχερό του. Οι στρατιώτες τον θεώρησαν βάρος και δεν τον πήραν μαζί τους. Ήταν ο δικός μου φύλακας άγγελος από τότε που μείναμε οι δύο μας.
Ήταν ξημερώματα της  1ης  Σεπτεμβρίου του 1939, όταν ακούστηκε από το ραδιόφωνο, πως ο Χίτλερ εξαπέλυσε επίθεση εναντίων της Πολωνίας.
«Οι δυνάμεις του Άξονα είχαν ήδη καταλάβει την Βαρσοβία και συνέχιζουν και για την υπόλοιπη Πολωνία, χωρίς φραγμούς», ακούστηκε η φωνή από το ραδιόφωνο. Η φωνή του με χαλάρωνε. Με ταξίδευε μακριά από την νεκρική σιγή που συνήθως επικρατούσε στο υπόγειο.
Το σήμα χάθηκε και μια αγωνιώδης σιωπή απλώθηκε στο κρύο υπόγειο, που κρυβόμασταν.
Ένας τρομερός, επαναλαμβανόμενος ήχος ακούστηκε λίγα μίλια μακριά. Η γη έτρεμε. Δεν μπορούσα να σταθώ με ασφάλεια πάνω στο έδαφος που σειόταν.
Κοίταξα τον αδερφό μου. Φαίνονταν πιο ταλαιπωρημένος από ποτέ. Τα λιγδιασμένα του μαλλιά πέφτανε στο αδύνατο πρόσωπο του, κάνοντας τον να μοιάζει σαν τα τέρατα που ακούγαμε ότι διεύθυναν τον στρατό του Χίτλερ.
Μου ψιθύρισε, πως όλα σύντομα θα τελείωναν. Τον αγκάλιασα σφιχτά και αποκοιμήθηκα στην ασφάλεια των χεριών του.
Μια ανατριχίλα τύλιξε το σβέρκο μου καθώς μια βόμβα έπεσε εκεί κοντά. Μια αναταραχή άρχισε να επικρατεί στο υπόγειο. Τα μωρά έκλαιγαν και οι μητέρες αγκάλιαζαν σφιχτά τα παιδιά τους, για τελευταία ίσως φορά.
Κοίταξα τον αδερφό μου. Περίμενα να με καθησυχάσει, όπως συνήθιζε να κάνει τους τελευταίους μήνες. Το πρόσωπο του όμως έδειχνε φοβισμένο. Πρώτη φορά τον είδα τρομαγμένο.
Οι χτύποι της καρδιάς μου αυξήθηκαν. Μια παράξενη ταχυπαλμία και μια ξαφνική δύσπνοια, με είχε καταβάλει.
Η πόρτα άνοιξε με πάταγο. Ακούστηκε φασαρία στον επάνω όροφο. Κραυγές, ουρλιαχτά, σπρωξίματα.
Πριν προλάβω να του σφίξω το χέρι, δυο τραχιά χέρια με σήκωσαν και με πέταξαν στο πάτωμα, πριν με σύρουν από τα μαλλιά προς την έξοδο του σπιτιού.
‘‘Ο αδερφός μου! Που είναι ο αδερφός μου;’’  Ήταν το μόνο πράγμα που σκέφτηκα. Μες την αναστάτωση προσπαθούσα να τον βρω. Τον ήθελα δίπλα μου.
Όταν συνήθισα στο φως του ηλίου άρχισα να ψάχνω με τα μάτια μου, τον αδερφό μου. Κατάλαβα ότι με ‘σερναν σε ένα αμάξι κάπου στα αριστερά. Φοβήθηκα. Μας χώριζαν αριστερά τους άντρες και δεξιά τις γυναίκες.
Μια κραυγή ακούστηκε από κάπου δεξιά. Ο στρατιώτης μπροστά μου μετακινήθηκε και είδα τον αδερφό μου να σωριάζεται στο χώμα.
Η κραυγή μου ακούστηκε πιο πάνω και από την βροντερή φωνή, εκείνου του  βρομερού ξανθού που στέκονταν πάνω σε ένα αμάξι και έδινε τις εντολές. Τα δάκρυα μου ξεχύθηκαν στο λερωμένο μου πρόσωπο.
Για ένα δευτερόλεπτο ένιωσα αυτό το σφίξιμο στην καρδιά, που νιώθεις πριν πάρεις μια απόφαση. Δεν με ένοιαζε τίποτα. Πάτησα γερά στα πόδια μου και με ένα σάλτο ελευθερώθηκα από τον δεσμώτη μου.
Ένα χέρι με τράβηξε από τα μαλλιά καθώς έτρεχα προς τον αδερφό μου και με τίναξε πίσω. Άρχισα να ουρλιάζω και να κοπανιέμαι στον αέρα. Προσπάθησε να με χτυπήσει, αλλά δεν τα κατάφερε.
Ο αέρας άρχισε να λιγοστεύει. Με έπνιγε με τα ίδια του τα χέρια. Δεν τον ένοιαζε, απλά εκτελούσε εντολές και εγώ… πέθαινα!
Κάποιος, κάτι φώναξε και αφαιρέθηκε. Δεν δίστασα. Έμπηξα τα δόντια μου στο χέρι του. Τον δάγκωσα τόσο δυνατά που ένιωσα την πέτσα του να ξεκολλάει ανάμεσα στα δόντια μου και το πικρό του αίμα να ξεχύνεται μέσα στο στόμα μου.
Η κραυγή του ακούστηκε σαν την δικιά μου. Βλαστήμησε. Κοίταξα πίσω, αλλά δεν με κυνηγούσε κανείς. Κοντοστάθηκα παραξενεμένη. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Είδα το δεξί του χέρι να σηκώνεται αστραπιαία και να με χτυπάει με δύναμη στο πρόσωπο.
Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι ήταν η κόκκινη σβάστιγκα στο μπράτσο του, πριν με καταπιεί το σκοτάδι. 
Ήμουν λιπόθυμη ώρες, μέρες, μήνες; Δεν ξέρω. Όταν άνοιξα τα μάτια μου ο αδελφός μου στέκονταν δίπλα μου.
«Πέθανα;», τον ρώτησα ανήσυχη.
«Όχι.», μου απάντησε προσπαθώντας να χαμογελάσει. Του έλειπαν τα δύο μπροστινά δόντια. Αφού με αγκάλιασε τον παρατήρησα καλύτερα. Παντού επάνω του είχε ξηραμένο αίμα και φαίνονταν πιο χάλια από πότε. Φορούσε μια περίεργη ασπρόμαυρη στολή. Το ίδιο και εγώ. Τον ρώτησα τι συμβαίνει. Μου εξήγησε όσα ήξερε ή καλύτερα όσα ακούγονταν μέσα στο στρατόπεδο.
Ο Χίτλερ είχε κατακτήσει πλέον την μισή Ευρώπη, μαζί με έναν άλλο δικτάτορα, Μουσολίνι, νομίζω τον είπε. Ακόμα φημολογείται πως τα θύματα είχαν ξεπεράσει τα είκοσι εκατομμύρια και πως σε λίγο ολόκληρος ο κόσμος θα υποτάσσονταν στην αδυσώπητη επιθυμία τους για εξουσία.  
Εμάς μας συγκέντρωνε σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως σαν να ήμασταν μολυσμένοι. Μάλιστα επιδίωκε τον θάνατο μας με τους πιο αισχρούς τρόπους.
Μέτα την άφιξη μας στο στρατόπεδο ένιωσα πως όλα είχαν τελειώσει. Τέσσερεις μήνες μετά, ένα μουντό απόγευμα ο αδελφός μου χάθηκε. Τους είχαν συγκεντρώσει για να τους πάνε στο ντουζ που υπήρχε στην άκρη του στρατοπέδου. Ο αδερφός μου όμως δεν ξαναγύρισε, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. ‘‘Θα είχε καταφέρει να δραπετεύσει’’, σκέφτηκα. Χαιρόμουν για αυτόν, ειλικρινά. Κοιτούσα την φωτογραφία του που είχα κρεμασμένη στο στέρνο μου και σκεφτόμουν τι ωραία θα ήταν η ζωή για αυτόν έξω από εδώ. Ενώ εγώ θα πέθαινα εκεί μέσα. Μόνη.
Καθώς περνούσαν οι μέρες εγώ βούλιαζα ακόμη περισσότερο στην απελπισία μου. Ήμουν νεκρή. Γιατί ένας άνθρωπος απελπισμένος είναι ένας άνθρωπος νεκρός.  
Δεν μπορούσα να υποφέρω το ανυπόφορο, αυτήν την ανείπωτη φρίκη που ένιωσα από την πρώτη κιόλας στιγμή που έμαθα ότι ο αδελφός μου είχε πεθάνει.
Ο πόνος με είχε κατακλύσει, οι τοίχοι με έπνιγαν. Μέρα με την μέρα τρελαινόμουν. Συνομιλούσα με φαντάσματα του παρελθόντος, τριγυρνούσα και υπέμενα τα βασανιστήρια. Αναρωτιόμουν για εκατοστή ή μπορεί και χιλιοστή φορά σε τι έφταιγα εγώ για να τιμωρούμαι έτσι. Γιατί δεν με σκότωναν και εμένα σαν τον αδελφό μου, σαν την μητέρα μου, σαν τους εκατοντάδες Εβραίους που θανάτωναν καθημερινά.
Εμένα με ήθελαν ζωντανή. Αμέτρητοι στρατιώτες ασελγούσαν εις βάρος του αδύναμου κορμιού μου. Ικανοποιούσα καθημερινά ντουζίνες στρατιώτες. Εύκολα έπαιρναν αυτό που ήθελαν. Δεν είχα την δύναμη να αντισταθώ, ήμουν ένα κουρέλι. Τα είχα χάσει όλα, οπότε δεν με ένοιαζε τίποτε. Ζούσα χωρίς ουσιαστικά να ζω.
Παρακαλούσα σιωπηλά τον Θεό να με πάρει κοντά του. Να με αφήσει για μια στιγμή μονάχα να ηρεμήσω. Να πεθάνω. Αυτή η σκέψη τριγυρνούσε στο μυαλό μου μήνες τώρα.
Όταν ξαφνικά ήρθε εκείνος.
Τον λέγανε Ραμόν και ήταν αξιωματικός του Γερμανικού στρατού. Από την πρώτη στιγμή που τον είδα, από την πρώτη στιγμή που μιλήσαμε κατάλαβα ότι ήταν διαφορετικός. Ήταν ψηλός, ξανθός και γεροδεμένος. Όλοι τον σέβονταν στο στρατόπεδο, τον φοβόταν. ότι έλεγε ο αξιωματικός Στέλζνερ ήταν διαταγή. Το όνομα του προκαλούσε φόβο σε όλους μέσα στο στρατόπεδο τόσο στους ομοίους μου, όσο και στους στρατιώτες του. Εγώ όμως είχα σχηματίσει διαφορετική άποψη για αυτόν.
Ερχόταν κάθε μέρα και μου μιλούσε. Ήταν τόσο διαφορετικός, τόσο ανθρώπινος. Ήταν ένα στήριγμα για εμένα μέσα σε εκείνο το χάος.
Το αίσθημα απελπισίας που με είχε πλημμυρίσει μεταμορφώθηκε σε αίσθημα ελπίδας χάρη στα λόγια του Ραμόν. «Δεν θα σ’ αφήσω να πεθάνεις εδώ μέσα».  Μου το υποσχέθηκε.
Ερχόταν κάθε μέρα. Όταν μπορούσε μου έφερνε κρυφά λίγο επιπλέον φαγητό και μου κρατούσε συντροφιά. Έδωσε εντολή να μην με πειράξουν, ακούστηκε ότι ήθελε να με έχει μόνο αυτός. Αλλά όχι, μόνο μου μιλούσε. Μου μιλούσε για τις όμορφες μέρες που με περίμεναν έξω από εδώ.
Με  έκανε να τον πιστέψω. Να τον ερωτευτώ…
Σαν μικρή προσευχή το όνομα του στα χείλη μου έφερνα κάθε φορά που οι μέρες περνούσαν και εγώ κρατιόμουν στην ζωή.
Πέρασαν οι μέρες χωρίς να δώσει κάποιο σημάδι ζωής. Δεν εμφανιζόταν και κατάλαβα ότι κάπου εκεί θα έφτανε το τέλος μου. Η απελπισία με είχε παραλύσει, διότι ο Ραμόν είχε απλά εξαφανιστεί χωρίς ένα σημάδι, μια κουβέντα. Στην αρχή φοβήθηκα ότι έπαθε κάτι, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι απλά έπαιζε μαζί μου. Παρά ήταν ωραίο για να ήταν πραγματικό.  Στο μεταξύ όλο και περισσότεροι Εβραίοι θανατώνονταν καθημερινά. και εγώ είχα συμβιβαστεί πλέον με την ιδέα ότι θα πέθαινα.
Μια βροχερή νύχτα του ’44, άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε ο Ραμόν. Ήταν διαφορετικός , άυπνος και άλουστος. Ίσως και φοβισμένος. Έβγαλε το δερμάτινο  του και μου το έδωσε.
Βγήκαμε από το κατάλυμα και αρχίσαμε να τρέχουμε κρυμμένοι στις σκιές, τσαλαβουτώντας στις λακκούβες του στρατοπέδου. Δεν τον ρώτησα που πάμε, απλά τον εμπιστεύτηκα.
Περάσαμε γρήγορα τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου, περνώντας από κάτι νεκρούς φύλακες, που κείτονταν στην κύρια πύλη.
Βγήκαμε στον δρόμο και αρχίσαμε να τρέχουμε προς τα ανατολικά. περάσαμε από ένα δάσος. ένα κλαδί με χτύπησε στο πρόσωπο. δεν σταματήσαμε. έπρεπε  να ξεφύγουμε. ήθελε να ξεφύγουμε. ένα σπίτι ξεπρόβαλε ανάμεσα στα δέντρα. το σπίτι του.
Όταν μπήκαμε στο σπίτι του με έβαλε να κάνω ένα μπάνιο και μου εξήγησε το σχέδιο του. Αύριο θα φεύγαμε οι δυο μας, όσο πιο μακριά γινόταν.
Για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια ένιωσα ζωντανή, ευτυχισμένη. Για πρώτη φορά ένιωσα το κορμί μου να ενώνεται τόσο αρμονικά με κάποιου άλλου, με το δικό του. Παράξενο πώς τα κορμιά μας  ήταν φτιαγμένα το ένα για το άλλο. Ξαπλώσαμε και άρχισε να κινείται ρυθμικά μέσα μου σ’ έναν ασταμάτητο οργασμό που δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει, οι απότομοι σπασμοί του ξύπνησαν μέσα μου κάποια καινούργια, παράξενα συναισθήματα. Σαν φωτιά κυνηγημένη απ’ τον αέρα, απαλή σαν τα φτερά του κύκνου , λαμπερή σαν πυροτεχνήματα, έπλασαν  υπέροχες συγκινήσεις που έκαναν τα σωθικά μου να θέλουν  να λιώσουν. Σαν καμπάνες που χτυπούσαν δυνατά, χαρμόσυνα. Κι ούτε που κατάλαβα τις άγριες κοφτές ανάσες που έβγαιναν από το στόμα μου. Ανάσες ευχαρίστησης.
Η εξώπορτα έσπασε με τόση δύναμη που ακούστηκε ως επάνω.
Ο Ραμόν με κοίταξε για τελευταία φορά.  «Κρύψου» με παρακάλεσε «και ότι και να γίνει πάρε το τρένο και φύγε». Με φίλησε τόσο ωραία, που δεν ήθελα να σταματήσει. Ήταν τόσο σκληρό το φιλί του αποχαιρετισμού! Κρύφτηκα, όπως μου είπε.
Τρείς στρατιώτες τον σύρανε κάτω. Ψάξανε αλλά δεν με βρήκανε. Δεν τους ενδιέφερα τόσο, όσο ο προδότης. Ήθελα να με βρουν. Ήθελα να πεθάνω μαζί του. Δεν θα άντεχα άλλο χαμό.
Ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα και ο Ραμόν ούρλιαξε ξανά και ξανά… Με κάθε ουρλιαχτό η καρδιά μου σταματούσε. Χωρίς να μπορέσω να συγκρατηθώ άρχισα να κλαίω με σπασμούς. Τα βασανιστήρια κράτησαν ώρες. Όταν χάραξε τους άκουσα να φεύγουν.
Μάζεψα γρήγορα τα πράγματα που μου αγόρασε ο Ραμόν και κατέβηκα κάτω. Το πάτωμα ήταν γεμάτο αίματα. Για πολλοστή φορά εκείνη τη μέρα δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυα που χύθηκαν από τα μάτια μου καθώς έφευγα για τον σταθμό. Δεν ήθελα να φύγω.  Ήθελα να πεθάνω μαζί του. Αλλά του το υποσχέθηκα. όπως μου υποσχέθηκε και αυτός ότι θα με έσωζε.
Δεν ξαναείδα, ούτε άκουσα κάτι για τον Ραμόν. Αγνοούσα τι έγινε εκείνη τη νύχτα. Που τον πήγαν και τι του έκαναν.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι αγαπούσα τον Ραμόν και θα τον αγαπώ για πάντα.
Δεν τον ξέχασα ποτέ.
Ακόμα και τώρα κοιτάζω τα μάτια του γιού μας.
Είναι γαλάζια σαν του πατέρα του. Ραμόν!